- σελάγισμα
- το, ΝΑ [σελαγίζω]λάμψη, ακτινοβολία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελάγισμα — lightning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάγισμα — το, ατος και σελαγισμός, ο λάμψη, φεγγοβόλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελαγισμάτων — σελάγισμα lightning neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίσματα — σελάγισμα lightning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγίσματι — σελάγισμα lightning neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαγισμός — ο, Ν 1. το σελάγισμα 2. (ορυκτ.) αστραφτερή ανταύγεια που παρατηρείται σε ορισμένα φυτά, όπως είναι ο ηλιόλιθος, ο αβεντουρίνης και ο διαλλαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελαγίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος αποτελεί απόδοση τού γερμ. Schiller] … Dictionary of Greek